- μειαγωγός
- μειαγωγόςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειαγωγός — μειαγωγός, όν (Α) αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ αγωγός)] … Dictionary of Greek
μειαγωγόν — μειαγωγός masc/fem acc sg μειαγωγός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειαγωγία — μειαγωγία, ἡ (Α) [μειαγωγός] η προσφορά τού αρνιού, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες … Dictionary of Greek
μειαγωγείον — μειαγωγεῑον, τὸ (Α) [μειαγωγός] η μειαγωγία* … Dictionary of Greek
μειαγωγώ — μειαγωγῶ, έω (Α) [μειαγωγός] 1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα 2. θυσιάζω 3. είμαι λιποβαρής 4. ζυγίζω, ζυγοστατώ 5. μετρώ … Dictionary of Greek
μειαγωγοῦ — μειαγωγέω bring the sacrificial lamb to the scale pres imperat mp 2nd sg (attic) μειαγωγέω bring the sacrificial lamb to the scale imperf ind mp 2nd sg (attic) μειαγωγός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)